μελαναθήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαναθήρ]], -[[έρος]], ὁ (Μ)<br /><b>φρ.</b> «[[μελαναθήρ]] σῑτος» — [[είδος]] μαύρου σίτου που σπέρνεται [[κατά]] την [[άνοιξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀθήρ]] «το [[αγκάθι]] του σταχιού»].
|mltxt=[[μελαναθήρ]], -[[έρος]], ὁ (Μ)<br /><b>φρ.</b> «[[μελαναθήρ]] σῑτος» — [[είδος]] μαύρου σίτου που σπέρνεται [[κατά]] την [[άνοιξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀθήρ]] «το [[αγκάθι]] του σταχιού»].
}}
{{pape
|ptext=έρος, ὁ, bei Hesych. [[μελαναίθηρ]], <i>eine [[besondere]] Weizenart, Geop</i>.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαναθήρ Medium diacritics: μελαναθήρ Low diacritics: μελαναθήρ Capitals: ΜΕΛΑΝΑΘΗΡ
Transliteration A: melanathḗr Transliteration B: melanathēr Transliteration C: melanathir Beta Code: melanaqh/r

English (LSJ)

σῖτος, -έρος, ὁ, dark kind of summer-wheat, Gp. 3.3.11 (-αίθηρ Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνᾰθήρ: σῖτος, ὁ, εἶδος μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

μελαναθήρ, -έρος, ὁ (Μ)
φρ. «μελαναθήρ σῑτος» — είδος μαύρου σίτου που σπέρνεται κατά την άνοιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀθήρ «το αγκάθι του σταχιού»].

German (Pape)

έρος, ὁ, bei Hesych. μελαναίθηρ, eine besondere Weizenart, Geop.