ναύφθορος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ναύ-φθορος, ον [[φθείρω]]<br />shipwrecked, ν. [[στολή]], πέπλοι the [[garb]] of shipwrecked men, Eur.
|mdlsjtxt=ναύ-φθορος, ον [[φθείρω]]<br />shipwrecked, ν. [[στολή]], πέπλοι the [[garb]] of shipwrecked men, Eur.
}}
{{pape
|ptext== <i>[[schiffbrüchig]]</i>, [[στολή]], Eur. <i>Hel</i>. 1398, 1555.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύφθορος Medium diacritics: ναύφθορος Low diacritics: ναύφθορος Capitals: ΝΑΥΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: naúphthoros Transliteration B: nauphthoros Transliteration C: nayfthoros Beta Code: nau/fqoros

English (LSJ)

ον, shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι, the garb of shipwrecked men, E.Hel.1382, 1539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de naufragé.
Étymologie: ναῦς, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

ναύφθορος: пострадавший от кораблекрушения (στολή Eur.): ναύφθοροι πέπλοι Eur. лохмотья потерпевших кораблекрушение.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφθορος: -ον, ὁ ναυαγήσας, ν. στολή, ἔνδυμα ναυαγοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 1382· ναυφθόροις ἠσθημένοι πέπλοισιν αὐτόθι 1539.

Greek Monolingual

-ο (Α ναύφθορος, -ον)
αυτός που ναυάγησε, ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω)].

Greek Monotonic

ναύφθορος: -ον (φθείρω), ναυαγισμένος· ναύφθορος στολή, πέπλοι, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ.

Middle Liddell

ναύ-φθορος, ον φθείρω
shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι the garb of shipwrecked men, Eur.

German (Pape)

schiffbrüchig, στολή, Eur. Hel. 1398, 1555.