ἀξιότιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)<br />[[εκείνος]] που του [[πρέπει]] [[τιμή]], ο [[οποίος]] έχει [[υπόληψη]] ([[προσφώνηση]]: «Αξιότιμε κύριε...»).
|mltxt=-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)<br />[[εκείνος]] που του [[πρέπει]] [[τιμή]], ο [[οποίος]] έχει [[υπόληψη]] ([[προσφώνηση]]: «Αξιότιμε κύριε...»).
}}
{{pape
|ptext=[τῑ], ([[τιμή]]), <i>[[ehrenwert]], [[schätzbar]]</i>, App.
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιότιμος Medium diacritics: ἀξιότιμος Low diacritics: αξιότιμος Capitals: ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: axiótimos Transliteration B: axiotimos Transliteration C: aksiotimos Beta Code: a)cio/timos

English (LSJ)

v. sub ἀξιοτίμητος.

Spanish (DGE)

-ον
valioso προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.Ep.2, cf. Nic.Dam.Vit.Caes.5, App.BC 3.19.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)
εκείνος που του πρέπει τιμή, ο οποίος έχει υπόληψη (προσφώνηση: «Αξιότιμε κύριε...»).

German (Pape)

[τῑ], (τιμή), ehrenwert, schätzbar, App.