οἰακιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰακιστής]]) [[οιακίζω]]<br />αυτός που [[είναι]] επιφορτισμένος με τον χειρισμό του οίακα του πλοίου, [[πηδαλιούχος]], [[τιμονιέρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό [[κλάδο]] της ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως [[καθήκον]] τη [[συντήρηση]] και τον χειρισμό ναυτικών οργάνων, [[καθώς]] και τη [[χρήση]] τών ναυτικών σημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Οἰακισταί</i><br />[[ονομασία]] εταιρείας, συντεχνιακού συλλόγου στη Ρόδο.
|mltxt=ο (Α [[οἰακιστής]]) [[οιακίζω]]<br />αυτός που [[είναι]] επιφορτισμένος με τον χειρισμό του οίακα του πλοίου, [[πηδαλιούχος]], [[τιμονιέρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό [[κλάδο]] της ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως [[καθήκον]] τη [[συντήρηση]] και τον χειρισμό ναυτικών οργάνων, [[καθώς]] και τη [[χρήση]] τών ναυτικών σημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Οἰακισταί</i><br />[[ονομασία]] εταιρείας, συντεχνιακού συλλόγου στη Ρόδο.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ὁ, <i>der [[Steuerer]], [[Lenker]]</i>, Suid.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκιστής Medium diacritics: οἰακιστής Low diacritics: οιακιστής Capitals: ΟΙΑΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oiakistḗs Transliteration B: oiakistēs Transliteration C: oiakistis Beta Code: oi)akisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, steersman, pilot, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκιστής: -οῦ, ὁ, πηδαλιοῦχος, κυβερνήτης, Λατ. gubernator, Σουΐδ. 2) Οἰακισταί, οἱ, ἐταιρεία τις ἐν Ρόδῳ, Hell. J. τ. 2, σ. 358.

Greek Monolingual

ο (Α οἰακιστής) οιακίζω
αυτός που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό του οίακα του πλοίου, πηδαλιούχος, τιμονιέρης
νεοελλ.
(ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό κλάδο της ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως καθήκον τη συντήρηση και τον χειρισμό ναυτικών οργάνων, καθώς και τη χρήση τών ναυτικών σημάτων
αρχ.
στον πληθ. οἱ Οἰακισταί
ονομασία εταιρείας, συντεχνιακού συλλόγου στη Ρόδο.

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, der Steuerer, Lenker, Suid.