κορακιστί: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορακιστί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στη [[γλώσσα]] τών κοράκων, [[κορακίστικα]] («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, [[καθάπερ]] τὰ [[παιδία]]», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ιστί</i> με σημ. «στη [[γλώσσα]]» ή «με τρόπο» ([[πρβλ]]. <i>βαρβαρ</i>-<i>ιστί</i>, <i>ελλην</i>-<i>ιστί</i>)].
|mltxt=[[κορακιστί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στη [[γλώσσα]] τών κοράκων, [[κορακίστικα]] («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, [[καθάπερ]] τὰ [[παιδία]]», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ιστί</i> με σημ. «στη [[γλώσσα]]» ή «με τρόπο» ([[πρβλ]]. [[βαρβαριστί]], [[ελληνιστί]])].
}}
{{pape
|ptext=<i>in der Rabensprache</i>, Chrysost.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκιστί: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον κόρακος, Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

κορακιστί (Α)
επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαριστί, ελληνιστί)].

German (Pape)

in der Rabensprache, Chrysost.