ποτιβλέπω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποτιβλέπω:''' Δωρ. αντί προσ-[[βλέπω]]. | |lsmtext='''ποτιβλέπω:''' Δωρ. αντί προσ-[[βλέπω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=dorische Form statt [[προσβλέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
Doric for προσβλέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιβλέπω Dor. voor προσβλέπω.
Russian (Dvoretsky)
ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.
Greek Monolingual
και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].
Greek Monotonic
ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.
German (Pape)
dorische Form statt προσβλέπω.