πολύχρους: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.
|elnltext=πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[πολύχροος]].
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρους Medium diacritics: πολύχρους Low diacritics: πολύχρους Capitals: ΠΟΛΥΧΡΟΥΣ
Transliteration A: polýchrous Transliteration B: polychrous Transliteration C: polychrous Beta Code: polu/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α
αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό-χρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.

German (Pape)

zusammengezogen aus πολύχροος.