ὑποχώρημα: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑποχώρημα]], ατος, τό,<br />a [[downward]] [[evacuation]], Theophr. | |mdlsjtxt=[[ὑποχώρημα]], ατος, τό,<br />a [[downward]] [[evacuation]], Theophr. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Stuhlgang]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, downward evacuation, Hp.Aph.7.68 (pl.), Thphr.Char.20.6 (pl.), etc.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
matière évacuée, excrément.
Étymologie: ὑποχωρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχώρημα: τό, τὸ ὑποχωρούμενον, ἀποπάτημα, περίττωμα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, 1261, Θεοφρ. Χαρ. 20, κλπ.· πρβλ. ὑποχωρέω ΙΙ. ὑποχώρησις ΙΙ.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α ὑποχωρῶ
περίττωμα.
Greek Monotonic
ὑποχώρημα: -ατος, τό, προϊόν εκκένωσης, περίττωμα, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
ὑποχώρημα, ατος, τό,
a downward evacuation, Theophr.
German (Pape)
τό, Stuhlgang, Sp.