εὐαρεστία: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐαρεστία]], ἡ (Α) [[ευάρεστος]]<br /><b>1.</b> η [[ευαρέστηση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ εὐαρεστίαι</i><br />η [[αρέσκεια]], η ατομική [[προτίμηση]], τα ατομικά γούστα. | |mltxt=[[εὐαρεστία]], ἡ (Α) [[ευάρεστος]]<br /><b>1.</b> η [[ευαρέστηση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ εὐαρεστίαι</i><br />η [[αρέσκεια]], η ατομική [[προτίμηση]], τα ατομικά γούστα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[εὐαρέστησις]], K.S. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, = εὐαρέστησις, Hierocl.in CA11p.442M.: in plural, individual tastes, predilections, Phld.Rh.1.152S.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαρεστία: ἡ, = εὐαρέστησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.
Greek Monolingual
εὐαρεστία, ἡ (Α) ευάρεστος
1. η ευαρέστηση
2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι
η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα.
German (Pape)
ἡ, = εὐαρέστησις, K.S.