χοροίτυπος: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[cf. [[χοροιτύπος]] [epic for χορότυπος]<br />proparox. [[χοροίτυπος]], ον, [[pass]]. played to the [[choral]] [[dance]], Hhymn. | |mdlsjtxt=[cf. [[χοροιτύπος]] [epic for χορότυπος]<br />proparox. [[χοροίτυπος]], ον, [[pass]]. played to the [[choral]] [[dance]], Hhymn. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>beim Chortanze [[geschlagen]]</i>, [[λύρα]] <i>H.h. Merc</i>. 31. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, Pass., played for or to the choral dance, χέλυς h.Merc. 31.
danced over, ἄλσος Nonn. D. 13.95.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé (de l'archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].
Russian (Dvoretsky)
χοροίτῠπος: ударяемый в такт пляски (λύρα HH).
Middle Liddell
[cf. χοροιτύπος [epic for χορότυπος]
proparox. χοροίτυπος, ον, pass. played to the choral dance, Hhymn.
German (Pape)
beim Chortanze geschlagen, λύρα H.h. Merc. 31.