τριπτήριον: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, | |mltxt=τὸ, Α·][[τριπτήρ]]<br />όργανο για το [[τρίψιμο]] του σώματος στο [[λουτρό]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Reibezeug]]</i>, zweifelhaft. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, rubbing tool, Gloss. (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
τριπτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν ῥύπον ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α·]τριπτήρ
όργανο για το τρίψιμο του σώματος στο λουτρό.
German (Pape)
τό, Reibezeug, zweifelhaft.