τριπτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α·][[τριπτήρ]]<br />όργανο για το [[τρίψιμο]] του σώματος στο [[λουτρό]].
|mltxt=τὸ, Α·][[τριπτήρ]]<br />όργανο για το [[τρίψιμο]] του σώματος στο [[λουτρό]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Reibezeug]]</i>, zweifelhaft.
}}
}}

Revision as of 17:00, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπτήριον Medium diacritics: τριπτήριον Low diacritics: τριπτήριον Capitals: ΤΡΙΠΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: triptḗrion Transliteration B: triptērion Transliteration C: triptirion Beta Code: tripth/rion

English (LSJ)

τό, rubbing tool, Gloss. (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τριπτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν ῥύπον ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α·]τριπτήρ
όργανο για το τρίψιμο του σώματος στο λουτρό.

German (Pape)

τό, Reibezeug, zweifelhaft.