αὐλητήριον: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_21)
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=au)lhth/rion
|Beta Code=au)lhth/rion
|Definition=τό, a place at Tarentum, Id.
|Definition=τό, a place at Tarentum, Id.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> sent. dud., quizá [[sonido como el de una flauta]] σύμμικτον ὥστε [[γλεῦκος]] [[αὐλητήριον]] <i>Trag.Adesp</i>.420.<br /><b class="num">2</b> τόπος παρὰ Ταραντίνοις Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλητήριον''': τό, «[[τόπος]] παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, [[ὥστε]] [[γλεῦκος]] [[αὐλητήριον]], ἐάν ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] ἐφθαρμένη, [[ἴσως]] σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ [[γλεῦκος]].
|lstext='''αὐλητήριον''': τό, «[[τόπος]] παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, [[ὥστε]] [[γλεῦκος]] [[αὐλητήριον]], ἐάν ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] ἐφθαρμένη, [[ἴσως]] σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ [[γλεῦκος]].
}}
{{pape
|ptext=[[γλεῦκος]], [[wahrscheinlich]] [[falsa lectio|f.l.]], von ungewisser Bdtg, Plut. <i>adv. Col</i>. 6.
}}
}}

Latest revision as of 17:00, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητήριον Medium diacritics: αὐλητήριον Low diacritics: αυλητήριον Capitals: ΑΥΛΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: aulētḗrion Transliteration B: aulētērion Transliteration C: avlitirion Beta Code: au)lhth/rion

English (LSJ)

τό, a place at Tarentum, Id.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 sent. dud., quizá sonido como el de una flauta σύμμικτον ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον Trag.Adesp.420.
2 τόπος παρὰ Ταραντίνοις Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητήριον: τό, «τόπος παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον, ἐάν ἡ λέξις δὲν εἶναι ἐφθαρμένη, ἴσως σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ γλεῦκος.

German (Pape)

γλεῦκος, wahrscheinlich f.l., von ungewisser Bdtg, Plut. adv. Col. 6.