πρωτογόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(35)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πρωτογόνος
|Medium diacritics=πρωτογόνος
|Low diacritics=πρωτογόνος
|Capitals=ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ
|Transliteration A=prōtogónos
|Transliteration B=prōtogonos
|Transliteration C=protogonos
|Beta Code=prwtogo/nos
|Definition=ἡ, [[bringing forth first]], implied by Poll. 4.208.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, θηλ, και -ος, Α<br /><b>1.</b> (το θηλ ως κύριο όν.) <i>Πρωτογόνη</i><br />[[ονομασία]] της Περσεφόνης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πρωτογόνος]]<br />αυτή που γεννάει για πρώτη [[φορά]], πρωτόγεννη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>παντο</i>-[[γόνος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
|mltxt=-η, -ον, θηλ, και -ος, Α<br /><b>1.</b> (το θηλ ως κύριο όν.) <i>Πρωτογόνη</i><br />[[ονομασία]] της Περσεφόνης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πρωτογόνος]]<br />αυτή που γεννάει για πρώτη [[φορά]], πρωτόγεννη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[παντογόνος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zuerst]] [[gebärend]]</i> (?).
}}
}}

Latest revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτογόνος Medium diacritics: πρωτογόνος Low diacritics: πρωτογόνος Capitals: ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: prōtogónos Transliteration B: prōtogonos Transliteration C: protogonos Beta Code: prwtogo/nos

English (LSJ)

ἡ, bringing forth first, implied by Poll. 4.208.

Greek Monolingual

-η, -ον, θηλ, και -ος, Α
1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη
ονομασία της Περσεφόνης
2. το θηλ. ως ουσ.πρωτογόνος
αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντογόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

German (Pape)

zuerst gebärend (?).