δυσκινησία: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[δυσκινησία]] και ιων. δυσκινησίη)<br />[[δυσκολία]] στην [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[δυσχέρεια]] κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή [[παράλυση]]<br />β) [[ανωμαλία]] της σύσπασης της μήτρας στον τοκετό<br />γ) <b>φρ.</b> «[[δυσκινησία]] χοληφόρων [[οδών]]» — [[διαταραχή]] της συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστης και τών χοληφόρων [[οδών]] του οργανισμού [[χωρίς]] οργανική [[αιτία]]. | |mltxt=η (Α [[δυσκινησία]] και ιων. δυσκινησίη)<br />[[δυσκολία]] στην [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[δυσχέρεια]] κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή [[παράλυση]]<br />β) [[ανωμαλία]] της σύσπασης της μήτρας στον τοκετό<br />γ) <b>φρ.</b> «[[δυσκινησία]] χοληφόρων [[οδών]]» — [[διαταραχή]] της συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστης και τών χοληφόρων [[οδών]] του οργανισμού [[χωρίς]] οργανική [[αιτία]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑν], ἡ, <i>[[Schwerbeweglichkeit]], [[Unbehilflichkeit]]</i>; Arist. <i>gen.anim</i>. 5.1; Plut. und Medic. von Kranken. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
Ion. -ίη, ἡ, difficulty of moving, Hp.Aph.3.17, Arist. GA780a25, PA685a8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Aph.3.17, Mul.1.29
1 dificultad de movimiento, falta de agilidad, lentitud de anim.: de los moluscos, Arist.PA 685a8, de los elefantes, D.S.3.10, 18.71, βραδύτης καὶ δ. del oso, D.S.31.38, de una persona gruesa, D.S.33.27, de los olores por el aire, Arist.Pr.907a11, cf. Phld.Sens.1.4, Alex.Aphr.Pr.4.102, del elemento tierra en comparación con el fuego, Procl.in Ti.2.40.10, cf. Arist.GA 780a25, Theo Sm.65, Simp.in Cael.670.18
•fig. ὁ δ' ὄκνος ἐστὶ πρός τι δ. Gr.Naz.M.37.951A
•inamovible, firme δ. δὲ τοῦ ἐλευθέρου ἔρως I.AI 18.23 (cód.).
2 medic. dificultad de movimiento, torpor de movimiento, discinesia en las embarazadas, Hp.Mul.l.c., ἐν δὲ τοῖσιν ὀφθαλμοῖσι καὶ τοῖσι σώμασι δ. Hp.Aph.l.c., cf. Plu.2.127d, Paul.Aeg.3.22.9, δ. ... καὶ βάρος ὀσφύος Sor.1.7.4, de las extremidades, Dsc.Alex.22, τενόντων καὶ μυῶν πάντων Aret.SA 2.12.3, τῶν σκελῶν Aët.16.72, τῶν μηλῶν πάντων Herod.Med. en Orib.5.27.21, cf. Anon.Med.Acut.Chron.7.2.1, Gal.6.121, op. ἀκινησία Gal.7.53, 58, ἡ ... νάρκη ... δυσαισθησίαν τε καὶ δυσκινησίαν ἐπιφέρει τοῖς ... σώμασι Gal.8.71, cf. 7.144, Gr.Nyss.Eun.3.2.80, βάρους αἴσθησις καὶ δ. Alex.Trall.Oc.174, por el frío, Sch.Nic.Th.382a, cf. Cass.Pr.70, Steph.in Hp.Progn.154.35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté de se mouvoir.
Étymologie: δυσκίνητος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκῑνησία: ἡ затрудненное движение, малоподвижность Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκῑνησία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ περὶ τὸ κινεῖσθαι δυσκολία, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Αριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 29, Ζ. Μ. 4. 9, 8.
Greek Monolingual
η (Α δυσκινησία και ιων. δυσκινησίη)
δυσκολία στην κίνηση
νεοελλ.
1. νωθρότητα, νωχέλεια
2. ιατρ. α) δυσχέρεια κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή παράλυση
β) ανωμαλία της σύσπασης της μήτρας στον τοκετό
γ) φρ. «δυσκινησία χοληφόρων οδών» — διαταραχή της συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστης και τών χοληφόρων οδών του οργανισμού χωρίς οργανική αιτία.
German (Pape)
[ῑν], ἡ, Schwerbeweglichkeit, Unbehilflichkeit; Arist. gen.anim. 5.1; Plut. und Medic. von Kranken.