ὠκιμοειδής: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με το [[φυτό]] ώκιμο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκιμοειδές</i><br />α) αρχαία [[ονομασία]] φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο [[γένος]] [[σαπωναρία]] ή στο [[γένος]] [[σιληνή]], η [[προβαταία]]<br />β) [[είδος]] του φυτού [[χαμαιλέων]]<br />γ) το [[φυτό]] [[κλινοπόδιο]]<br />δ) το [[φυτό]] [[έρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὤκιμον]] «[[βασιλικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με το [[φυτό]] ώκιμο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκιμοειδές</i><br />α) αρχαία [[ονομασία]] φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο [[γένος]] [[σαπωναρία]] ή στο [[γένος]] [[σιληνή]], η [[προβαταία]]<br />β) [[είδος]] του φυτού [[χαμαιλέων]]<br />γ) το [[φυτό]] [[κλινοπόδιο]]<br />δ) το [[φυτό]] [[έρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὤκιμον]] «[[βασιλικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>dem [[ὤκιμον]] [[ähnlich]], von der Art [[desselben]]</i>, Nic. <i>Al</i>. 280; τὸ ὠκιμ., <i>eine [[Pflanze]]</i>, Diosc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
ές,
A like ὤκιμον, neut. as adverb, ὠκιμοειδὲς ὄδωδε Nic. Al.280.
II ὠκιμοειδές, τό, catchfly, Silene gallica, Dsc.4.28, Gal.12.158.
2 = χαμαιλέων μέλας, Dsc.3.9.
3 = κλινοπόδιον, ib.95.
4 = ἔρινος, Campanula Erinos, small rampion, Ps.-Dsc.4.141.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκιμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὤκιμον, ὠκ. ὄδωδε Νικ. Ἀλεξιφ. 280. ΙΙ. ὠκιμοειδές, τό, φυτόν τι, Saponaria ocimoides ἢ Silene Gallica, Διοσκ. 4.28.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. όμοιος με το φυτό ώκιμο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές
α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία
β) είδος του φυτού χαμαιλέων
γ) το φυτό κλινοπόδιο
δ) το φυτό έρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὤκιμον «βασιλικός» + -ειδής].
German (Pape)
ές, dem ὤκιμον ähnlich, von der Art desselben, Nic. Al. 280; τὸ ὠκιμ., eine Pflanze, Diosc.