εὐπερίχυτος: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπερίχυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιχέεται εύκολα<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]]) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-<i>χέω</i>].
|mltxt=[[εὐπερίχυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιχέεται εύκολα<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]]) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-<i>χέω</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[leicht]] umherzugießen, sich [[leicht]] [[verbreitend]]</i>, Plut. <i>prim.frig</i>. 21.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίχῠτος Medium diacritics: εὐπερίχυτος Low diacritics: ευπερίχυτος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΧΥΤΟΣ
Transliteration A: euperíchytos Transliteration B: euperichytos Transliteration C: efperichytos Beta Code: eu)peri/xutos

English (LSJ)

ον, easily diffused, ib.954d, Herm. ap. Stob.1.49.44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se répand facilement autour.
Étymologie: εὖ, περιχέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίχῠτος: легко разливающийся, текучий (στοιχεῖον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίχῠτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως περιχεόμενος, Πλούτ. 2. 954D.

Greek Monolingual

εὐπερίχυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιχέεται εύκολα
2. (κατ' επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-χέω].

German (Pape)

leicht umherzugießen, sich leicht verbreitend, Plut. prim.frig. 21.