λοξόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λοξόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λοξά]] τις κόρες των ματιών, [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. [[κοντόφθαλμος]], [[μονόφθαλμος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[λοξόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λοξά]] τις κόρες των ματιών, [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. [[κοντόφθαλμος]], [[μονόφθαλμος]])].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[scheeläugig]]</i>, Procl. <i>paraphr</i>. p. 204.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξόφθαλμος Medium diacritics: λοξόφθαλμος Low diacritics: λοξόφθαλμος Capitals: ΛΟΞΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: loxóphthalmos Transliteration B: loxophthalmos Transliteration C: loksofthalmos Beta Code: loco/fqalmos

English (LSJ)

ον, oblique-eyed, Procl.Par.Ptol.204.

Greek (Liddell-Scott)

λοξόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων λοξοὺς ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 204.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λοξόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει λοξά τις κόρες των ματιών, αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος, μονόφθαλμος)].

German (Pape)

scheeläugig, Procl. paraphr. p. 204.