νευρόσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νευρόσπασμα]])<br />αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] ισχυρή [[βούληση]], που ενεργεί με [[υποκίνηση]] άλλου και όχι αυτοβούλως<br /><b>2.</b> πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σπάσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>σπασμα</i>].
|mltxt=το (ΑΜ [[νευρόσπασμα]])<br />αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] ισχυρή [[βούληση]], που ενεργεί με [[υποκίνηση]] άλλου και όχι αυτοβούλως<br /><b>2.</b> πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σπάσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>σπασμα</i>].
}}
{{pape
|ptext=τό, = νευρόσπαστον, in <i>VLL</i> Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπασμα Medium diacritics: νευρόσπασμα Low diacritics: νευρόσπασμα Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: neuróspasma Transliteration B: neurospasma Transliteration C: nevrospasma Beta Code: neuro/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, = νευρόσπαστον, in plural, EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. από-σπασμα].

German (Pape)

τό, = νευρόσπαστον, in VLL Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.