τριχοβάπτης: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6_19)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχοβάπτης''': -ου, ὁ, βαφεὺς τριχῶν, ἢ σὺ δοκεῖς τοὺς τριχοβάπτας ἐρασμιωτέρους ἂν ἀποφῆναι τὰς τρίχας ἀνδρὸς Ἕλληνος; Συνέσ. 86Β.
|lstext='''τρῐχοβάπτης''': -ου, ὁ, βαφεὺς τριχῶν, ἢ σὺ δοκεῖς τοὺς τριχοβάπτας ἐρασμιωτέρους ἂν ἀποφῆναι τὰς τρίχας ἀνδρὸς Ἕλληνος; Συνέσ. 86Β.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />βαφέας τριχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[βάπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]] «[[βάφω]]»)].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Haarfärber]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:06, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοβάπτης: -ου, ὁ, βαφεὺς τριχῶν, ἢ σὺ δοκεῖς τοὺς τριχοβάπτας ἐρασμιωτέρους ἂν ἀποφῆναι τὰς τρίχας ἀνδρὸς Ἕλληνος; Συνέσ. 86Β.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
βαφέας τριχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + βάπτης (< βάπτω «βάφω»)].

German (Pape)

ὁ, der Haarfärber, Sp.