ἀργυρώνητος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[bought with money]]
|woodrun=[[bought with money]]
}}
{{pape
|ptext=<i>für [[Geld]] [[gekauft]]</i>, ὑφαί Aesch. <i>Ag</i>. 923; bes. <i>ein erkaufter [[Sklave]]</i>, θεράποντες Her. 4.72; [[allein]], Isocr. 4.123; Eur. <i>Alc</i>. 676 und Sp.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρώνητος Medium diacritics: ἀργυρώνητος Low diacritics: αργυρώνητος Capitals: ΑΡΓΥΡΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: argyrṓnētos Transliteration B: argyrōnētos Transliteration C: argyronitos Beta Code: a)rgurw/nhtos

English (LSJ)

ον, bought with silver, θεράποντες Hdt.4.72; ὑφαί A.Ag.949; ὁ ἀ., i. e. slave, Isoc.14.18; ἀ. σέθεν E.Alc.676; ἀ. ἄμπελος PAvrom.1A 16 (i B.C.), cf. PLond.2.198 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

(ἀργῠρώνητος) -ον
I 1comparado a precio de plata, preciado ὑφαί A.A.949.
2 comprado con dinero de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX Iu.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70
ἄμπελος PAvrom.1a.16 (I a.C.).
II subst. ὁ ἀ. esclavo comprado ἀ. σέθεν E.Alc.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX Ex.12.44, cf. Ge.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ Vit.Aesop.G.32, cf. BGU 1105.21 (I a.C.), Lyd.Mag.3.62.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
acheté à prix d'argent ; ὁ ἀργυρώνητος esclave acheté à prix d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ὠνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρώνητος: II ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.
купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρώνητος: -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ εἰσί σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. δοῦλος, δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. σέθεν Εὐρ. Ἄλκ. 676.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀργυρώνητος, -ον)
αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος
αρχ.
ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

ὠνέομαι
bought with silver, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

bought with money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

für Geld gekauft, ὑφαί Aesch. Ag. 923; bes. ein erkaufter Sklave, θεράποντες Her. 4.72; allein, Isocr. 4.123; Eur. Alc. 676 und Sp.