αὐθύπαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του.
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθύπαρκτος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται από [[μόνος]] του.
}}
{{pape
|ptext=<i>für sich [[bestehend]], [[selbständig]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθύπαρκτος Medium diacritics: αὐθύπαρκτος Low diacritics: αυθύπαρκτος Capitals: ΑΥΘΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: authýparktos Transliteration B: authyparktos Transliteration C: afthyparktos Beta Code: au)qu/parktos

English (LSJ)

ον, self-subsistent, Hsch. Adv.-τως Zonar.s.v. ἕνωσις.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene existencia por sí mismo como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Anast.Ant.Fid.M.89.1401A, del alma, Leont.H.Nest.M.86.1495B
consustancial esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.
2 adv. -ως consustancialmente αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. ἕνωσις.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθύπαρκτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, οὐσία ἐστὶ πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐθύπαρκτος, -ον)
αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του.

German (Pape)

für sich bestehend, selbständig, Sp.