συνεπεκπίνω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[πίομαι]]<br />to [[drink]] off [[together]], Anth. | |mdlsjtxt=fut. -[[πίομαι]]<br />to [[drink]] off [[together]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[πίνω]]), <i>mit, [[zugleich]] [[hinterher]] [[austrinken]]</i>, und überhaupt <i>[[verschlingen]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).
French (Bailly abrégé)
absorber ou vider ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.
Russian (Dvoretsky)
συνεπεκπίνω: (aor. 2 συνεπέκπιον) вместе выпивать (ἅμα τινί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.
Greek Monolingual
Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].
Greek Monotonic
συνεπεκπίνω: μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα, ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. -πίομαι
to drink off together, Anth.
German (Pape)
(πίνω), mit, zugleich hinterher austrinken, und überhaupt verschlingen.