δοριπτοίητος: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δορι-πτοίητος, ον <i>adj</i> [[πτοιέω]]<br />[[scattered]] by the [[spear]], Anth. | |mdlsjtxt=δορι-πτοίητος, ον <i>adj</i> [[πτοιέω]]<br />[[scattered]] by the [[spear]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὀστέα, <i>durch den [[Speer]] [[gescheucht]], in der [[Schlacht]] [[zerstreut]]</i>, Philostr. 2 (VII.297). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).
Spanish (DGE)
-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé d'un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.
Russian (Dvoretsky)
δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.
Greek Monolingual
δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.
Greek Monotonic
δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.
Middle Liddell
δορι-πτοίητος, ον adj πτοιέω
scattered by the spear, Anth.
German (Pape)
ὀστέα, durch den Speer gescheucht, in der Schlacht zerstreut, Philostr. 2 (VII.297).