δυσδιόδευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσδιόδευτος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> ο [[δυσδίοδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσδιόδευτον</i><br />το δύσκολο [[πέρασμα]].
|mltxt=[[δυσδιόδευτος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> ο [[δυσδίοδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσδιόδευτον</i><br />το δύσκολο [[πέρασμα]].
}}
{{pape
|ptext== [[δυσδίοδος]], Sp.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιόδευτος Medium diacritics: δυσδιόδευτος Low diacritics: δυσδιόδευτος Capitals: ΔΥΣΔΙΟΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysdiódeutos Transliteration B: dysdiodeutos Transliteration C: dysdiodeftos Beta Code: dusdio/deutos

English (LSJ)

ον, = δυσδι-ήλῠτος, Hsch.; of a child's tissues, Sor.1.95.

Spanish (DGE)

-ον
1 de difícil paso, intransitable τόποι Pall.Gent.Ind.1.14, χωρίον Olymp.M.93.245D, cf. Hsch.s.u. δυσδιήλυτα, Eust.1001.28.
2 de un lactante que deja pasar con dificultad βρέφος ... δυσδιόδευτον ... πρὸς τὸ παχύτερον ἀκμὴν γάλα Sor.2.10.71.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιόδευτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

δυσδιόδευτος, -ον (AM)
1. ο δυσδίοδος
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσδιόδευτον
το δύσκολο πέρασμα.

German (Pape)

δυσδίοδος, Sp.