ματτυολοιχός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(Bailly1_3)
 
m (pape replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />gourmand (« lécheur de ragoûts »).<br />'''Étymologie:''' [[ματτύη]], [[λείχω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ματαιολοιχός]], [[ματιολοιχός]].
|btext=ός, όν :<br />gourmand (« lécheur de ragoûts »).<br />'''Étymologie:''' [[ματτύη]], [[λείχω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ματαιολοιχός]], [[ματιολοιχός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ματτυολοιχός]] και [[ματιολοιχός]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ματαιολοιχός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]], ψευδομετρητής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ματαιολοιχός]]<br />ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ [[λίχνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ματτύη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοιχός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]), [[πρβλ]]. [[αιματολοιχός]], [[τραπεζολοιχός]]. Ο τ. [[ματιολοιχός]] [[είναι]] εσφ. γρφ. του [[ματτυολοιχός]], ενώ ο τ. [[ματαιολοιχός]] έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μάταιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ματτυολοιχός:''' [[падкий до лакомых блюд]] Arph.
}}
{{pape
|ptext=<i>nach dem [[Gericht]] [[ματτύα]] [[lecker]]</i>, überhaupt <i>[[schmarotzerisch]]</i>, Ar. <i>Nub</i>. 450; da das [[Gericht]] [[ματτύα]] aber bei Ar. [[sonst]] gar nicht vorkommt und die mss. die [[varia lectio|v.l.]] [[ματιολοιχός]] od. [[ματτιολοιχός]] haben, so liegt [[ματαιολοιχός]] nahe, das Hesych. [[κρουσιμέτρης]], [[φειδωλός]], auch [[μυκτηριστής]] erkl.
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
gourmand (« lécheur de ragoûts »).
Étymologie: ματτύη, λείχω.
Par. ματαιολοιχός, ματιολοιχός.

Greek Monolingual

ματτυολοιχός και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής
2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός
ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματολοιχός, τραπεζολοιχός. Ο τ. ματιολοιχός είναι εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός, ενώ ο τ. ματαιολοιχός έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του μάταιος.

Russian (Dvoretsky)

ματτυολοιχός: падкий до лакомых блюд Arph.

German (Pape)

nach dem Gericht ματτύα lecker, überhaupt schmarotzerisch, Ar. Nub. 450; da das Gericht ματτύα aber bei Ar. sonst gar nicht vorkommt und die mss. die v.l. ματιολοιχός od. ματτιολοιχός haben, so liegt ματαιολοιχός nahe, das Hesych. κρουσιμέτρης, φειδωλός, auch μυκτηριστής erkl.