μαλακόστρακος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόστρακος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μαλακόστρακα</i><br /><b>ζωολ.</b>. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν [[μερικά]] από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο [[αστακός]], το [[καβούρι]], η [[γαρίδα]], [[καθώς]] και αμφίποδα, ισόποδα και άλλες τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄστρακον]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόστρακος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μαλακόστρακα</i><br /><b>ζωολ.</b>. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν [[μερικά]] από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο [[αστακός]], το [[καβούρι]], η [[γαρίδα]], [[καθώς]] και αμφίποδα, ισόποδα και άλλες τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄστρακον]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[weichschalig]]</i>, Arist. <i>part.anim</i>. 2.8, <i>H.A</i>. 1.1, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[τραχυόστρακος]], 4.9.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόστρᾰκος Medium diacritics: μαλακόστρακος Low diacritics: μαλακόστρακος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΣΤΡΑΚΟΣ
Transliteration A: malakóstrakos Transliteration B: malakostrakos Transliteration C: malakostrakos Beta Code: malako/strakos

English (LSJ)

ον, soft-shelled, crustaceous, Arist.HA490b11, al., Speus. ap. Ath.3.105b.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόστρᾰκος: покрытый мягкой скорлупой (γένη καρκίνων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόστρᾰκος: -ον, ἔχων μαλακὸν τὸ ὄστρακον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 2., 4. 1, 3., 4. 2, 1, κτλ.· ἴδε ἐν λ. μαλάκια, τά. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακόστρακα. καράβους καὶ καρίδας».

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαλακόστρακος, -ον)
αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόστρακα
ζωολ.. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν μερικά από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο αστακός, το καβούρι, η γαρίδα, καθώς και αμφίποδα, ισόποδα και άλλες τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ὄστρακον.

German (Pape)

weichschalig, Arist. part.anim. 2.8, H.A. 1.1, Gegensatz von τραχυόστρακος, 4.9.