ἰδιῶτις: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(17)
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ιδος, ἡ, fem. zu [[ἰδιώτης]]; [[γυνή]] Ios.; – [[πόλις]], im Ggstz von [[ἡγεμονίς]], App. B. C. 4, 95; – unerfahren, Alciphr. 2, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ιδος, ἡ, fem. zu [[ἰδιώτης]]; [[γυνή]] Ios.; – [[πόλις]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἡγεμονίς]], App. B. C. 4, 95; – unerfahren, Alciphr. 2, 4.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 19:06, 24 November 2022

German (Pape)

[Seite 1238] ιδος, ἡ, fem. zu ἰδιώτης; γυνή Ios.; – πόλις, im Gegensatz von ἡγεμονίς, App. B. C. 4, 95; – unerfahren, Alciphr. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιῶτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἰδιώτης, κοινή, ἀναξία λόγου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1· ἰδιῶτις πόλις, ἀντίθετον τῷ ἡγεμομονίς, οὐκ ἰδιῶτις πόλις, ἀλλ’ ἡγεμονὶς Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 16 καὶ 95 ΙΙ. ἀδέξιος, οὐχὶ ἔμπειρος, Λουκ. Εικ. 13· ἀμαθής, ἄπειρος, Ἀλκίφρων 2. 4· κοινή, χυδαία, τῆς ἰδιώτιδος φωνῆς Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 211B.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰδιῶτις)
βλ. ιδιώτης.