μελάμβροτος: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελάμβροτος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μελάμβροτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[населенный чернокожими людьми]] (Αἰθιοπὶς γῆ Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[чернокожий]] (γείτονες Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:55, 25 November 2022
English (LSJ)
γῆ land of negroes, E.Fr.228.3; γείτονες μελάμβροτοι negroes, ib.771.4.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt, Αἰθιοπὶς γῆ, Eur. frg. Archel. 2.
Russian (Dvoretsky)
μελάμβροτος:
1 населенный чернокожими людьми (Αἰθιοπὶς γῆ Eur.);
2 чернокожий (γείτονες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μελάμβροτος: γῆ, γῆ τῶν Αἰθιόπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 230. 3· γείτονες μελάμβροτοι, γείτονες μαῦροι τὸ χρῶμα, Στράβ. 1, 33, περὶ τὸ τέλος.
Greek Monolingual
μελάμβροτος, -ον (Α)
1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βροτός (πρβλ. αλεξίμβροτος, ημίβροτος)].