πολλαπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολλαπλᾰσιάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[умножать]]: πολλαπλασιασθεὶς τῷ πλήθει τῶν μορίων Arst. умноженный на число частей; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα Plut. шесть помноженное на четыре;<br /><b class="num">2)</b> [[увеличивать]], [[расширять]] Polyb., Diod.
|elrutext='''πολλαπλᾰσιάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[умножать]]: πολλαπλασιασθεὶς τῷ πλήθει τῶν μορίων Arst. умноженный на число частей; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα Plut. шесть помноженное на четыре;<br /><b class="num">2</b> [[увеличивать]], [[расширять]] Polyb., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:35, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλαπλᾰσιάζω Medium diacritics: πολλαπλασιάζω Low diacritics: πολλαπλασιάζω Capitals: ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: pollaplasiázō Transliteration B: pollaplasiazō Transliteration C: pollaplasiazo Beta Code: pollaplasia/zw

English (LSJ)

A multiply, ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαντες ἀλλήλους Euc.7.30, cf. Archim.Aren.3.6; ὁ Α τὸν Β -πλασιάσας τὸν Δ πεποίηκεν Euc.7.16; also ἀριθμοὺς δι' ἀλλήλων π. Papp.22.4, Hero Metr.2 Praef.; τι ἐπί τι ib.1.5, 2.3: generally, Porph.Gaur.7.2:—Pass., Archim. Sph.Cyl.1.2, etc.: c. dat., to be multiplied by…, Arist.Ph.237b33, Archim.Aren.3.7; ἐπί τι Euc.9.36; κατά τι Papp.100.20. II metaph., multiply, increase, εὐεργετήματα, ἐμπειρίαν, Plb.30.4.13, D.S. 1.1.

German (Pape)

[Seite 658] vervielfältigen; Pol. 30, 4, 13; Plut. Lys. 5; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα, multiplicirt, Symp. 9, 3, 2, öfter.

Russian (Dvoretsky)

πολλαπλᾰσιάζω:
1 умножать: πολλαπλασιασθεὶς τῷ πλήθει τῶν μορίων Arst. умноженный на число частей; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα Plut. шесть помноженное на четыре;
2 увеличивать, расширять Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, ἀριθμοὶ πολλαπλασιάσαν τες ἀλλήλους Εὐκλ. 7. 10· μεταφορ., Πολύβ. 30. 4, 13, Διόδ. 1, 1. ― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 6. 7, 2.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πολλαπλάσιος
1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα
2. κάνω πολλαπλασιασμό, αυξάνω αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.)
3. μτφ. πληθύνω (α. «πολλαπλασιάστηκαν τα δεινά» β. «πολλαπλασιάζειν τὰ ευεργετήματα», Πολ.)
νεοελλ.
εντείνω, επαυξάνωπρέπει να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειες μας»).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαπλασιάζω [πολλαπλάσιος] vermenigvuldigen.