ἀπερίληπτος: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπερίληπτος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀπερίληπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[неограниченный]] ([[ἐξουσία]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[беспредельный]] Epicur. ap. Diog. L.;<br /><b class="num">3</b> [[непостижимый]] ([[ἄλογος]] καὶ ἀ. Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:40, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, uncircumscribed, ἐξουσία ἀ. absolute power, Plu.Pomp.25; indeterminate, Theol.Ar.58; not to be embraced or comprehended, λόγῳ Ph.2.24; ἐπιστήμῃ Iamb.VP29.159: abs., τῷ ἀ. τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6, cf. Procl.Inst.150; incomprehensible, Iamb.Myst.1.7, Dam.Pr.7; ἀ. κατὰ τὸν ἀριθμὸν κόσμοι Gal.8.159, cf. A.D.Synt.5.14; indefinite (opp. infinite) οὐχ ἁπλῶς ἄπειροι ἀλλὰ μόνον ἀ. Epicur.Ep.1p.8U., cf.Placit. 1.3.8, Corn.ND9.
Spanish (DGE)
-ον
I 1neutr. subst. ilimitado τὸ τῆς ἐξουσίας ἀ. Plu.Pomp.25, τὸ ἀ. τῆς δυνάμεως Plot.6.9.6.
2 indeterminado παράδειγμα Theol.Arith.58.
II 1indefinible, incomprensible ἰδέαι ... ἀ. λόγῳ Ph.2.24, τὰ σωματικὰ ... ἄπειρά τε ὄντα καὶ ἐπιστήμῃ ἀπερίληπτα Iambl.VP 159
•abs. τὸ ἄπειρον Procl.Inst.93, cf. 150, Iambl.Myst.1.7, Dam.Pr.7, de Dios y la naturaleza divina, Origenes Princ.2.9.1, Epiph.Const.Haer.76.41, Gr.Naz.M.35.749C, Dion.Ar.CH M.3.329B, Basil.M.31.681A.
2 indefinido en cuanto al número, incontable καὶ τῶν μὲν ἀπλανῶν ... τὰ μὲν ἀκατονόμαστα ἡμῖν καὶ ἀ. Arat.Comm.318.17 (= Parm.A 40), (οἱ ἄνθρωποι) ἐπὶ μέρους εἰσὶν ἀναίσθητοι ἀ. καὶ ἄπεροι Placit.1.3.8, ἀ. ἐστι τὸ πλῆθος τῶν ... σχημάτων Hero Def.38, τὰ ἄτομα τῶν σωμάτων ... ἀπερίληπτά ἐστι Epicur.Ep.[2] 42, ἀ. ἀριθμὸς ἀνθρώπων Ph.1.352, αἱ τοιαῦται παραθέσεις σχεδὸν ἀ. εἰσι, πάμπολλοι οὖσαι A.D.Synt.5.14, κόσμοι ... ἀ. κατὰ τὸν ἀριθμόν Gal.8.159, ὀνομασίαι Corn.ND 9.
German (Pape)
[Seite 288] nicht umgrenzt, uneingeschränkt, ἐξουσία Plut. Pomp. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non circonscrit, sans limites.
Étymologie: ἀ, περιλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερίληπτος:
1 неограниченный (ἐξουσία Plut.);
2 беспредельный Epicur. ap. Diog. L.;
3 непостижимый (ἄλογος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίληπτος: -ον, ὁ μὴ περιλαμβανόμενος, μὴ περιοριζόμενος, ἀπεριόριστος, τὸ τῆς ἐξουσίας ἀπερίληπτον καὶ ἀόριστον Πλουτ. Πομπ. 25· ὅν δὲν δύναταί τις νὰ περιλάβῃ ἤ ἐννοήσῃ, ἀκατάληπτος, ἰδέαι ἀπερίληπτοι λόγῳ Φίλων 2. 24· συνώνυμον τῷ ἄπειρος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 42, πρβλ. Πλούτ. 2. 883Α.
Greek Monolingual
ἀπερίληπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει όρια, απεριόριστος
2. ακατάληπτος, ακατανόητος
3. αόριστος.
Greek Monotonic
ἀπερίληπτος: -ον (περιλαμβάνω), αυτός που δεν μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμό, απεριόριστος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
περιλαμβάνω
uncircumscribed, Plut.