ἑκταῖος: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑκταῖος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἑκταῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[относящийся к шестому дню]]: ἀφίκοντο ἑκταῖοι εἰς Χρυσόπολιν Xen. они пришли в Хрисополь на шестой день;<br /><b class="num">2</b> [[шестой]] ([[μοῖρα]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:28, 25 November 2022
English (LSJ)
α, ον, (ἕξ) A on the sixth day, ἐν τοῖσι πυρετοῖσι ἑκταίοισιν ἐοῦσι Hp.Aph.4.29, cf. Coac.15, X.An.6.6.38, D.S.17.65. II = ἕκτος, μοῖρα AP14.119.10 (Metrod.). III ἑκταῖον· αἱ δύο κοτύλαι, and ἑκταίους (sc. ἄρτους) · τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ, Hsch.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1que se produce al sexto día κρίσιες Hp.Epid.4.20, cf. Gal.9.785, frec. de pers. como pred. ἑ. ... ἔθανεν murió al sexto día Hp.Epid.5.74, cf. 7.36, ἀφίκοντο ἑκταῖοι X.An.6.6.38, διαβλαστάνει ... τὰ δὲ ... ἑκταῖα otras (plantas) germinan al sexto día Thphr.CP 4.3.1, παρῆν ἑ. Plb.5.97.4, κατήντησεν ἑ. D.S.17.65
•de fiebres que sobreviene cada seis días ἐν τοῖσι πυρετοῖσιν ἑκταίοισιν ἐοῦσι Hp.Aph.4.29.
2 sexto μοῖρα AP 14.119 (Metrod.).
II metrol., subst., como medida de capacidad
1 τὸ ἑ. hecteo equiv. a 10 cótilas, Hsch.
2 ἑκταίους· τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ Hsch.
German (Pape)
[Seite 779] am sechsten Tage, z. B. κατήντησεν, D. Sic. 17, 65; μᾶζα, sechs Tage alt, Timon bei Ath. IV, 160 a. – Der sechste, μοῖρα Probl. arith. 13 (XIV, 119).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui a lieu ou se fait le sixième jour.
Étymologie: ἕκτη.
Russian (Dvoretsky)
ἑκταῖος:
1 относящийся к шестому дню: ἀφίκοντο ἑκταῖοι εἰς Χρυσόπολιν Xen. они пришли в Хрисополь на шестой день;
2 шестой (μοῖρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑκταῖος: -α, -ον, (ἓξ) τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 38. ΙΙ. = ἕκτος, Ἀνθ. Π. 14. 119.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἑκταῖος, -α, -ον)
1. αυτός που γίνεται την έκτη μέρα, που συμβαίνει κάθε έκτη μέρα («ἀφίκοντο ἑκταῖοι» — έφθασαν την έκτη μέρα, μετά έξι μέρες, Ξεν.)
2. έκτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑκταῖον
οι δύο κοτύλες.
Greek Monotonic
ἑκταῖος: -α, -ον (ἕξ)·
I. αυτός που είναι έξι ημερών, σε Ξεν.
II. = ἕκτος, έκτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἑκταῖος, η, ον [ἕξ]
I. on the sixth day, Xen.
II. = ἕκτος, sixth, Anth.