δαιμονικός: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[demoníaco]], [[maligno]] τὸν ὄνον οὐ καθαρὸν ἀλλὰ δ. ἡγοῦνται Plu.2.362f, [[δύναμις]] (Τυφῶνος) Plu.2.363a, κινήσεις Athenag.<i>Leg</i>.25.3, πλάνη Eus.<i>VC</i> 2.61<br /><b class="num">•</b>[[ofuscado por malos espíritus]], [[demoníaco]] del pecador o el hereje γίνεται [[ἄνθρωπος]] δ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.12.98, ref. a Manes [[βάρβαρος]] ... τήν τε φύσιν δ. Eus.<i>HE</i> 7.31.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δαιμονικόν [[demon maligno]] ἤρχετο ὁ Ὀρνίας τὸ δ. <i>T.Sal</i>.1.2.<br /><b class="num">2</b> [[perteneciente a la esfera del demon]], [[demónico]] op. θεῖον: τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δ. Plu.2.458c, τὸ ... βίαιον οὐ θεῖον ἀλλὰ δ. Plu.2.996c, cf. Origenes <i>Cels</i>.8.61.<br /><b class="num">3</b> [[convertido en mal espíritu]], [[alma en pena]] ἀσώματοι καὶ δαιμονικοί de los que no creen en la resurrección de la carne, Ign.<i>Sm</i>.2, cf. Hsch.ο 1918.<br /><b class="num">4</b> glos. a τραγῳδικόν Sch.Ar.<i>Pl</i>.424. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[demoníaco]], [[maligno]] τὸν ὄνον οὐ καθαρὸν ἀλλὰ δ. ἡγοῦνται Plu.2.362f, [[δύναμις]] (Τυφῶνος) Plu.2.363a, κινήσεις Athenag.<i>Leg</i>.25.3, πλάνη Eus.<i>VC</i> 2.61<br /><b class="num">•</b>[[ofuscado por malos espíritus]], [[demoníaco]] del pecador o el hereje γίνεται [[ἄνθρωπος]] δ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.12.98, ref. a Manes [[βάρβαρος]] ... τήν τε φύσιν δ. Eus.<i>HE</i> 7.31.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δαιμονικόν [[demon maligno]] ἤρχετο ὁ Ὀρνίας τὸ δ. <i>T.Sal</i>.1.2.<br /><b class="num">2</b> [[perteneciente a la esfera del demon]], [[demónico]] [[op.]] [[θεῖον]]: τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δ. Plu.2.458c, τὸ ... βίαιον οὐ θεῖον ἀλλὰ δ. Plu.2.996c, cf. Origenes <i>Cels</i>.8.61.<br /><b class="num">3</b> [[convertido en mal espíritu]], [[alma en pena]] ἀσώματοι καὶ δαιμονικοί de los que no creen en la resurrección de la carne, Ign.<i>Sm</i>.2, cf. Hsch.ο 1918.<br /><b class="num">4</b> glos. a τραγῳδικόν Sch.Ar.<i>Pl</i>.424. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 27 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, of persons or animals, possessed by a demon, ζῷον Plu.2.362f: of things, sent by a demon, οὐ θεῖον, ἀλλὰ δ. ib.996c, cf.458c; δ. δύναμις ib.363a.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 demoníaco, maligno τὸν ὄνον οὐ καθαρὸν ἀλλὰ δ. ἡγοῦνται Plu.2.362f, δύναμις (Τυφῶνος) Plu.2.363a, κινήσεις Athenag.Leg.25.3, πλάνη Eus.VC 2.61
•ofuscado por malos espíritus, demoníaco del pecador o el hereje γίνεται ἄνθρωπος δ. Clem.Al.Strom.6.12.98, ref. a Manes βάρβαρος ... τήν τε φύσιν δ. Eus.HE 7.31.1
•subst. τὸ δαιμονικόν demon maligno ἤρχετο ὁ Ὀρνίας τὸ δ. T.Sal.1.2.
2 perteneciente a la esfera del demon, demónico op. θεῖον: τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δ. Plu.2.458c, τὸ ... βίαιον οὐ θεῖον ἀλλὰ δ. Plu.2.996c, cf. Origenes Cels.8.61.
3 convertido en mal espíritu, alma en pena ἀσώματοι καὶ δαιμονικοί de los que no creen en la resurrección de la carne, Ign.Sm.2, cf. Hsch.ο 1918.
4 glos. a τραγῳδικόν Sch.Ar.Pl.424.
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon besessen, Plut. Is. et Os. 30; von einem Dämon herrührend, neben ἐριννυώδης dem θεῖον entggstzt, de coh. ira 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 possédé d'un dieu;
2 envoyé ou inspiré par un dieu en parl. de choses.
Étymologie: δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
δαιμονικός:
1 сверхъестественный или божественный (δύναμις Plut.);
2 исходящий от злого божества (οὐ θεῖος, ἀλλὰ δ. Plut.);
3 одержимый нечистой силой (ὄνος καθαρός, ἀλλὰ δ᾽ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονικός: -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Πλούτ. 2. 362F· ἐπὶ πραγμάτων, ὑπὸ δαίμονός τινος καταπεμφθείς, οὐ θεῖον, ἀλλά δ. αὐτόθι 996D· δ. δύναμις αὐτόθι 363Α, πρβλ. 458Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαμονικός, -ή, -όν) δαίμων
1. (για πρόσωπο) αυτός που κατέχεται από δαίμονα
2. (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που ταιριάζει σε δαίμονα
2. το ουδ. ως ουσ. πονηρό πνεύμα
νεοελλ.
σατανικός.