ἐκποίητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> cédé en adoption;<br /><b>2</b> devenu étranger à ; <i>fig.</i> [[ἐκποίητος]] τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκποιέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[cédé en adoption]];<br /><b>2</b> devenu étranger à ; <i>fig.</i> [[ἐκποίητος]] τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκποίητος Medium diacritics: ἐκποίητος Low diacritics: εκποίητος Capitals: ΕΚΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: ekpoíētos Transliteration B: ekpoiētos Transliteration C: ekpoiitos Beta Code: e)kpoi/htos

English (LSJ)

παῖς a child A given to be adopted by another, ἐ. εἰς οἶκόν τινος Is.7.23, cf. Aeschin.3.21; cf. εἰσποίητος. 2 alienated from, μητρός, Is.7.25: metaph., κακίας Plu.2.562f.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἐκποιητός Poll.3.21
1 jur. entregado en adopción Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.
2 apartado, alejado c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.

German (Pape)

[Seite 775] παῖς, ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 cédé en adoption;
2 devenu étranger à ; fig. ἐκποίητος τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.
Étymologie: ἐκποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκποίητος: παῖς, τέκνον δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ παιδίον ἐκαλεῖτο οὕτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐκποίητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος
αρχ.
1. (για παιδί) αυτός που δόθηκε για υιοθεσία
2. αυτός που διώχτηκε από το γένος του
3. αποξενωμένος από κάποιον.

Greek Monotonic

ἐκποίητος: -ον, αυτός που δόθηκε προς υιοθεσία, υιοθετημένος, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ἐκποίητος, ον
given in adoption, Aeschin.