ὑπατικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de consul, de consulat, consulaire;<br /><b>2</b> de rang consulaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[de consul]], [[de consulat]], [[consulaire]];<br /><b>2</b> de rang consulaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:14, 28 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for a consul, consular, ἀρχή Str.17.3.25, D.S.20.91; δύναμις Plu.Cam.1, etc. II of consular rank, Lat. consularis, ἄνδρες Str.l.c., Plu.Sert. 27; ὁ ὑ. D.H.6.96, Luc.Salt.83; ὑπατικὸς ἐπὶ τῶν ναῶν consularis aedium sacrarum, IG14.1045; c. gen., ὑ. τῶν ἱερῶν ναῶν ib.993.
German (Pape)
[Seite 1184] 1) vom Consul, zum Consul gehörig; Plut. Cam. 1; Luc. u. A. – 2) der Consul gewesen ist, consularis, Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de consul, de consulat, consulaire;
2 de rang consulaire.
Étymologie: ὕπατος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰτικός:
I 3 консульский (ἀρχή Diod.): αἱ ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι Plut. (лат. comitia consularia) консульские выборы; ἀνὴρ ὑ. Plut. (лат. vir consularis) бывший консул.
II ὁ Luc. = ἀνὴρ ὑπατικός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ὕπατον, ἀρχὴ Διόδ. 20. 91, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 1, κλπ. ΙΙ. ὁ ἔχων θέσιν ἢ ἀξίωμα ὑπατικόν, Λατ. consularis, ἀνὴρ ὑπατικὸς Πλουτ. Σερτώρ. 27· ὁ ὑπατικὸς Διόν. Ἁλ. 6. 96. Λουκ., κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὕπατος (II)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», Πλούτ.)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.).
Greek Monotonic
ὑπᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που έχει υπατικό αξίωμα, βαθμό, Λατ. consularis, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑπᾰτικός, ή, όν
of consular rank, Lat. consularis, Plut.