αἴγαγρος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἀγριοκάτσικο). Σύνθετη λέξη ἀπό τό [[αἴξ]] + [[ἀγρός]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ἀΐσσω]]. | |mantxt=(=[[ἀγριοκάτσικο]]). Σύνθετη λέξη ἀπό τό [[αἴξ]] + [[ἀγρός]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ἀΐσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ὁ, ἡ, <i>wilde [[Ziege]]</i>, Babr. 102.8; Opp. <i>C</i>. 1.71. | |ptext=ὁ, ἡ, <i>wilde [[Ziege]]</i>, Babr. 102.8; Opp. <i>C</i>. 1.71. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ and ἡ, the wild goat, Babr.102.8, Opp.C.1.71.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ, ἡ
cabra montés Trypho 1.6, 2.31, Babr.102.8, Archig.p.72L., Opp.C.1.71, 2.338, Hsch., Gloss.3.431.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
chamois, chèvre sauvage, animal.
Étymologie: αἴξ, ἄγριος.
Russian (Dvoretsky)
αἴγαγρος: ὁ, ἡ дикий козел или дикая коза Babr.
Greek (Liddell-Scott)
αἴγαγρος: ὁ καὶ ἡ, ἡ ἀγρία αἴξ· capra aegagros (πρβλ. αἴξ), Βαβρ. 102. 8. Ὀππ. Κυν. 1. 71.
Greek Monotonic
αἴγαγρος: ὁ και ἡ (αἴξ, ἄγρος), άγρια κατσίκα, σε Βάβρ.
Middle Liddell
[αἴξ, ἄγρος]
the wild goat, Babr.
Mantoulidis Etymological
(=ἀγριοκάτσικο). Σύνθετη λέξη ἀπό τό αἴξ + ἀγρός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἀΐσσω.
German (Pape)
ὁ, ἡ, wilde Ziege, Babr. 102.8; Opp. C. 1.71.