μάργαρον: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=τό (=μαργαριτάρι). Ἡ προέλευσή του εἶναι ἀνατολική. [[Μαργίτης]], ὁ (=[[μανιακός]]), ἀπό τό [[μάργος]] (=χαζός). | |mantxt=τό (=[[μαργαριτάρι]]). Ἡ προέλευσή του εἶναι ἀνατολική. [[Μαργίτης]], ὁ (=[[μανιακός]]), ἀπό τό [[μάργος]] (=[[χαζός]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 November 2022
English (LSJ)
τό, = μαργαρίτης, Anacreont.22.14, PHolm.10.17,29.
German (Pape)
[Seite 95] τό, = μαργαρίτης, Anacr. 22, 14, Paul. Sil. 17 (V, 270).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
perle.
Étymologie: μάργαρος.
Russian (Dvoretsky)
μάργᾰρον: τό жемчужина, жемчуг Anacr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, Ἀνακρεόντ. 22. 14, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8695. 4.
Greek Monotonic
μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, σε Ανακρεόντ.
Middle Liddell
μάργᾰρον, ου, τό, = μαργαρίτης, Anacreont.]
Mantoulidis Etymological
τό (=μαργαριτάρι). Ἡ προέλευσή του εἶναι ἀνατολική. Μαργίτης, ὁ (=μανιακός), ἀπό τό μάργος (=χαζός).