ζηλωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ζηλωτικός -η -ον [ζηλωτής] wedijver voelend, ambitieus.
|elnltext=ζηλωτικός -η -ον [ζηλωτής] [[wedijver voelend]], [[ambitieus]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:41, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλωτικός Medium diacritics: ζηλωτικός Low diacritics: ζηλωτικός Capitals: ΖΗΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zēlōtikós Transliteration B: zēlōtikos Transliteration C: zilotikos Beta Code: zhlwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167; περί τι Arist.Rh.1388b9; λόγος Ph.1.135.

German (Pape)

[Seite 1139] eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d'ardeur, de zèle, d'émulation.
Étymologie: ζηλωτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλωτικός -η -ον [ζηλωτής] wedijver voelend, ambitieus.

Russian (Dvoretsky)

ζηλωτικός: ревностный, полный рвения, страстно стремящийся (περί τι Arst.).

Greek Monolingual

ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) ζηλωτής
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.

Greek Monotonic

ζηλωτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι γεμάτος ζήλο ή ενθουσιασμό για κάτι, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτικός: -ή, -όν, πλήρης ζήλου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1· περί τι αὐτόθι 3.

Middle Liddell

ζηλωτικός, ή, όν
emulous, Arist. [from ζηλωτός