πολυσύλλαβος: Difference between revisions
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch. | |elnltext=πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] [[met veel lettergrepen]], [[polysyllabisch]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.
German (Pape)
[Seite 674] vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.
Étymologie: πολύς, συλλαβή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch.
Russian (Dvoretsky)
πολυσύλλᾰβος: многосложный (ὀνόματα Luc.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές.
επίρρ...
πολυσυλλάβως ΝΜΑ
με πολλές συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονο-σύλλαβος].
Greek Monotonic
πολῠσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), πολυσύλλαβος, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.
Middle Liddell
πολῠσύλλᾰβος, ον, συλλαβή
polysyllabic, Luc.