καμινευτής: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καμινευτής -οῦ, ὁ [~ κάμινος] smid. | |elnltext=καμινευτής -οῦ, ὁ [~ κάμινος] [[smid]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = καμινεύς (furnace-worker, smith), PPetr.3p.173 (dub., iii B.C.), Luc.Sacr.6.
II camineut, title of priests at Ostia, IG14.914.
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit βάναυσος καὶ χαλκεὺς καὶ πυρίτης. S. καμινεύς.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
forgeron, chaudronnier.
Étymologie: καμινεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμινευτής -οῦ, ὁ [~ κάμινος] smid.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμῑνευτής: οῦ ὁ Luc. = καμινεύς.
Greek Monolingual
ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης
αρχ.
επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια της Ιταλίας.
Greek Monotonic
κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ, = καμινεύς, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ = καμινεύς, Λουκ. π. Θυσιῶν 6· - θηλ. καμινεύτρια, Ἀρισταρχ. εἰς Ὀδ. Σ. 27.
Middle Liddell
κᾰμῑνευτής, οῦ, = καμινεύς, Luc.] [from κᾰμῑνεύω]