καταφθινύθω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταφθινύθω [καταφθίνω] verwoesten.
|elnltext=καταφθινύθω [καταφθίνω] [[verwoesten]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφθῐνύθω Medium diacritics: καταφθινύθω Low diacritics: καταφθινύθω Capitals: ΚΑΤΑΦΘΙΝΥΘΩ
Transliteration A: kataphthinýthō Transliteration B: kataphthinythō Transliteration C: katafthinytho Beta Code: katafqinu/qw

English (LSJ)

[ῠ], = καταφθίω, h.Cer.353, Emp. 111.4; cf. sq.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφθινύθω [καταφθίνω] verwoesten.

Russian (Dvoretsky)

καταφθῐνύθω: (только praes.) губить, уничтожать (τιμάς HH; ἀρούρας Emped.).

Greek Monolingual

καταφθινύθω (Α)
(ποιητ. τ.) καταφθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθινύθω, ποιητ. τ. του φθίω «καταστρέφω»].

Greek Monotonic

καταφθῐνύθω: [ῠ], = καταφθίω, σε Ομηρ. Ύμν.

Greek (Liddell-Scott)

καταφθινύθω: ῠ, καταφθίω, τινὰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 354· ἄνεμοι κ. ἄρουραν Ἐμπεδ. 465· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Middle Liddell

= καταφθίω, Hhymn.]

German (Pape)

verstärktes καταφθίω, zu Grunde gehen lassen; τιμάς H.h. Cer. 354; ἄνεμοι – ἄρουραν Empedocl. 401; bei Theocr. 25.122 Conj. Meineke für καταφθίνουσι.