πάμφλεκτος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πάμφλεκτος -ον [πᾶς, φλέγω] aan alle kanten aangestoken. | |elnltext=πάμφλεκτος -ον [πᾶς, φλέγω] [[aan alle kanten aangestoken]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, all-blazing, βωμοί S.Ant.1006; π. πῦρ Id.El.1139, Axionic.4.11.
German (Pape)
[Seite 455] ganz entflammt, ganz brennend; βωμοί, Soph. Ant. 1006; πῦρ, El. 1128, wie Axionic. bei Ath. VIII, 372 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout enflammé, tout ardent.
Étymologie: πᾶν, φλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμφλεκτος -ον [πᾶς, φλέγω] aan alle kanten aangestoken.
Russian (Dvoretsky)
πάμφλεκτος: ярко пылающий (βωμοί, πῦρ Soph.).
Greek Monolingual
πάμφλεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα
2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].
Greek Monotonic
πάμφλεκτος: -ον (φλέγω), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφλεκτος: -ον, πλήρης φλογῶν, ἢ ὁ τὰ πάντα κατακαίων, βωμοὶ Σοφ. Ἀντ. 1006 . π. πῦρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139 . πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω; Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 11.
Middle Liddell
πάμφλεκτος, ον, φλέγω
all-blazing, Soph.