κόψιχος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.
|elnltext=κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] [[merel]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόψῐχος Medium diacritics: κόψιχος Low diacritics: κόψιχος Capitals: ΚΟΨΙΧΟΣ
Transliteration A: kópsichos Transliteration B: kopsichos Transliteration C: kopsichos Beta Code: ko/yixos

English (LSJ)

ὁ, A = κόσσυφος 1, Ar.Av.305, 806, 1081, Aristopho 10.5, Anaxil.22.21. II = κόσσυφος ΙΙ, Orib.inc.13.25.

German (Pape)

[Seite 1498] ὁ, att. = κόσσυφος; Ath. II, 65 d VI, 238 d; VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
att. c. κόσσυφος, merle, oiseau.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.

Russian (Dvoretsky)

κόψῐχος: ὁ Arph. = κόσσυφος.

Greek Monolingual

κόψιχος, ὁ (Α)
1. ο κότσυφας
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kops(o)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< kopso-) και εμφανίζει κατάλ. -ι-χος (πρβλ. μείλ-ι-χος). Ο τ. κόσσυφος < κόψυ-φος με αφομοίωση. Εμφανίζει κατάλ. -φος (πρβλ. άργυ-φος). Στα μεσαιωνικά χρόνια μεταπλάστηκε σε κόσσυφας και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. κότσυφας].

Greek Monotonic

κόψῐχος: ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κόψῐχος: ὁ, = κόσσυφος, «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.

Frisk Etymological English

Meaning: `blackbird
See also: s. κόσσυφος.

Middle Liddell

κόψῐχος, ὁ,
a blackbird, Ar.

Frisk Etymology German

κόψιχος: {kópsikhos}
Grammar: m.
Meaning: Amsel
See also: s. κόσσυφος.
Page 1,938