πεντηκοντακέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] vijftigkoppig. | |elnltext=πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] [[vijftigkoppig]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, = πεντηκοντακάρηνος (fifty-headed), Simon. 203, f.l. in Pi. Fr. 93 (ἑκατοντακάρανον cj. Herm.) ; cited from Hes. (v. πεντηκοντακάρηνος) by Sch. S. Tr. 1098.
German (Pape)
[Seite 558] = Vorigem, v.l. Hes. Th. 312.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοντᾰκέφᾰλος: -ον, = τῷ προηγ., Σιμωνίδ. 207 παρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 93, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ ἑκατοντακάρανον.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πεντηκοντακάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δικέφαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] vijftigkoppig.