πολύστυλος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.
|elnltext=πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] [[met veel zuilen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστῡλος Medium diacritics: πολύστυλος Low diacritics: πολύστυλος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polýstylos Transliteration B: polystylos Transliteration C: polystylos Beta Code: polu/stulos

English (LSJ)

ον, with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses colonnes.
Étymologie: πολύς, στῦλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.

Russian (Dvoretsky)

πολύστῡλος: многоколонный (τὸ Ὠδεῖον Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστυλος, -ον, ΝΑ
(κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στῦλος (πρβλ. τετρά-στυλος)].

Greek Monotonic

πολύστῡλος: -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστῡλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.

Middle Liddell

πολύ-στῡλος, ον,
with many columns, Strab., Plut.