πολυτρίπους: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυτρίπους -ποδος [πολύς, τρίπους] rijk aan drievoeten. | |elnltext=πολυτρίπους -ποδος [πολύς, τρίπους] [[rijk aan drievoeten]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, abounding in tripods, AP 7.709 (Alexander).
German (Pape)
[Seite 675] οδος, reich an Dreifüßen, Sparta, Alex. Aet. 3 (VII, 709).
French (Bailly abrégé)
οδος (ὁ, ἡ)
riche en trépieds.
Étymologie: πολύς, τρίπους.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυτρίπους -ποδος [πολύς, τρίπους] rijk aan drievoeten.
Russian (Dvoretsky)
πολυτρίπους: 2, gen. ποδος (ῐ) имеющий много (священных) треножников (Σπάρτα Anth.).
Greek Monolingual
-ποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς τρίποδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρίπους.
Greek Monotonic
πολυτρίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, άφθονος σε τρίποδες, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτρίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς τρίποδας, Ἀνθ. Π. 7. 709.
Middle Liddell
πολυ-τρῐ́πους,
abounding in tripods, Anth.