τροπιδεῖον: Difference between revisions

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] kielbalk.
|elnltext=τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] [[kielbalk]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπῐδεῖον Medium diacritics: τροπιδεῖον Low diacritics: τροπιδείον Capitals: ΤΡΟΠΙΔΕΙΟΝ
Transliteration A: tropideîon Transliteration B: tropideion Transliteration C: tropideion Beta Code: tropidei=on

English (LSJ)

τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay the keel, Pl.Lg.803a; v.l. τροπίδια, cf. Poll.1.85, Phot.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] kielbalk.

Russian (Dvoretsky)

τροπιδεῖον: τό киль: τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι Plat. закладывать кили, т. е. приступать к постройке судов (см. тж. τρόπις 1).

Greek (Liddell-Scott)

τροπιδεῖον: τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, ὅστις τύπος ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - Κατὰ Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ τόπος ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ τρόπις

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. τρόπιδα, καρίνα
2. φρ. «τροπιδεῖα καταβάλλομαι» — τοποθετώ την τρόπιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, -ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα -εῖον (πρβλ. φορ-εῖον)].