πλατύρρους: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλατύρρους -ουν, contr. [πλατύς, ῥοῦς] [[met brede stroom]]. | |elnltext=πλατύρρους -ουν, contr. [[[πλατύς]], [[ῥοῦς]]] [[met brede stroom]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 29 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for πλατύρροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att.
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
(ποιητ. τ.) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ ρεύμα («ὅς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ- + ῥόος, ῥοῦς (< ῥέω)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατύρρους -ουν, contr. [πλατύς, ῥοῦς] met brede stroom.