πολυκλήϊς: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυκλήϊς -ιδος, ἡ [πολύς, κληίς] met veel roeibanken:. νῆα... πολυκλήιδα het schip met de vele roeibanken Hes. Op. 817. | |elnltext=πολυκλήϊς -ιδος, ἡ [[[πολύς]], [[κληίς]]] met veel roeibanken:. νῆα... πολυκλήιδα het schip met de vele roeibanken Hes. Op. 817. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], ῑδος, ἡ, (κλείς IV) with many benches of rowers, in Hom. always in dat., as epithet of ships, νηῒ πολυκλήϊδι Il.7.88, Od.20.382; νηυσὶ πολυκλήϊσι Il.2.74, cf. 175, al.; νῆα πολυκλήϊδα Hes.Op.817.
German (Pape)
[Seite 664] ϊδος, ἡ, mit vielen Ruderbänken, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Schiffe.
French (Bailly abrégé)
ϊδος (ὁ, ἡ)
aux nombreux rangs de rameurs.
Étymologie: πολύς, κληΐς.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κληΐς, επικ. τ. του κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευ-κλήις)].
Greek Monotonic
πολυκλήϊς: -ῖδος, ἡ (κλείς IV), αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· νηὶ πολυκλήϊδι, νηυσὶ πολυκλήϊσι, σε Όμηρ.· αιτ. νῆα πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πολυκλήϊς: ϊδος или πολυκληΐς, ΐδος (ῑ) adj. со многими скамьями (для гребцов) (νηῦς Hom., Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκλήϊς -ιδος, ἡ [πολύς, κληίς] met veel roeibanken:. νῆα... πολυκλήιδα het schip met de vele roeibanken Hes. Op. 817.