σιδηρόνωτος: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σιδηρόνωτος -ον [σίδηρος, νῶτον] met ijzeren rug (van schilden). Eur. Phoen. 1130. | |elnltext=σιδηρόνωτος -ον [[[σίδηρος]], [[νῶτον]]] met ijzeren rug (van schilden). Eur. Phoen. 1130. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, iron-backed, ἀσπίδος τύποι E.Ph. 1130.
German (Pape)
[Seite 879] mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au dos de fer.
Étymologie: σίδηρος, νῶτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόνωτος -ον [σίδηρος, νῶτον] met ijzeren rug (van schilden). Eur. Phoen. 1130.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόνωτος: с железной спиной (ἀσπίδος τύποι Eur.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό-νωτος].
Greek Monotonic
σῐδηρόνωτος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια νώτα (ασπίδα), σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.
Middle Liddell
σῐδηρό-νωτος, ον,
iron-backed, Eur.