στρεψοδικέω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στρεψοδικέω [στρέφω, δίκη] [[het recht verdraaien]]. | |elnltext=στρεψοδικέω [[[στρέφω]], [[δίκη]]] [[het recht verdraaien]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
twist or pervert the right, Ar.Nu.434.
German (Pape)
[Seite 954] das Recht verdrehen, Ar. Nub. 433.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pervertir la justice.
Étymologie: στρέφω, δίκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρεψοδικέω [στρέφω, δίκη] het recht verdraaien.
Russian (Dvoretsky)
στρεψοδῐκέω: извращать правосудие: σ. ἑαυτῷ Arph. крючкотворствовать в свою пользу.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψοδῐκέω: διαστρέφω, μεταβάλλω, τροποποιῶ τὸ ὀρθὸν, Ἀριστοφ. Νεφ. 435· καὶ στρεψοδῐκοπᾰνουργία, ἡ, πανουργία ἐν τῇ διαστοφῇ τοῦ δικαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1468, ἴδε στρεφοδικοπανουργία.
Greek Monotonic
στρεψοδῐκέω: μέλ. -ήσω (δίκη), διαστρέφω το ορθό, το αληθές, το δίκαιο, μεταχειρίζομαι σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ.